- ἠπιόδωρος
- ἠπιό-δωρος: kindly giving, bountiful, Il. 6.251†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
ηπιόδωρος — ἠπιόδωρος, ον (Α) αυτός που κατευνάζει, που ηρεμεί κάποιον με τα δώρα του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήπιος + δωρος (< δώρον), πρβλ. ά δωρος] … Dictionary of Greek
ἠπιόδωρος — soothing by gifts masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιοδώρου — ἠπιόδωρος soothing by gifts masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιόδωρε — ἠπιόδωρος soothing by gifts masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠπιόδωροι — ἠπιόδωρος soothing by gifts masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήπιος — α, ο (AM ἤπιος, ία, ον και ἤπιος, ον) 1. (για πρόσ.) αυτός που δεν εξάπτεται, πράος, ήρεμος («ἀγανὸς και ἤπιος», Ομ. Οδ.) 2. (για καιρικές καταστάσεις) αυτός που δεν είναι πολύ ψυχρός, ο εύκρατος («ήπιος χειμώνας») 3. (για νόσους ή επιδημίες)… … Dictionary of Greek